-
1 ἐπόρνυμι
2 rouse and send against, , cf. Od.21.100, E.Cyc.12 : c. inf.,οἶον ἐπόρσειαν πολεμίζειν Ἕκτορι Il.7.42
; also of things,τὴν [ὀϊζύν] μοι ἐπῶρσε Ποσειδάων Od.7.271
;οἱ ἐπώρνυε μόρσιμον ἦμαρ Il.15.613
;ἥ σφιν ἐπῶρσ' ἄνεμον Od.5.109
; τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε sent sleep upon her, Od.22.429, cf. Il.12.252 (tm.);λαίλαπας Cerc.5.9
.II [voice] Pass., [full] ἐπόρνῠμαι, with [tense] pf. ἐπόρωρα, later [ per.] 3sg. ἐπώρορε Pancr.Oxy.1085.15: [ per.] 3sg.[dialect] Ep.[tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπῶρτο:—rise against, fly upon one, c. dat.,ἦ καὶ ἐπῶρτ' Ἀχιλῆϊ Il.21.324
: abs.,ἐπὶ δ' ὄρνυτο δῖος Ἐπειός 23.689
, cf. 759, Euph.23 : c. acc. cogn.,τόνδ' ἐπόρνυται στόλον A.Supp. 187
; of things, c. inf.,ὦρτο δ' ἐπὶ..οὖρος ἀήμεναι Od.3.176
;ἐπὶ δίψος ὄρωρεν Nic.Th. 774
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπόρνυμι
См. также в других словарях:
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek